τσιγαρίζομαι

τσιγαρίζομαι
τσιγαρίζομαι, τσιγαρίστηκα, τσιγαρισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος — ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος, ον (Α) (κωμικό επίθ. για πλακούντα, πίτα) αυτός που έχει ψηθεί στο λάδι, ωσότου αποκτήσει ξανθό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + ξανθός + επί + παν + καπυρούμαι «ξηραίνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • μυριοτσιγαρίζομαι — (Μ) 1. βασανίζομαι, τυραννιέμαι πάρα πολύ 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μυριοτσιγαρισμένος, η, ον πάρα πολύ βασανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τσιγαρίζομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”